μετερίζι

μετερίζι
το (Μ μετερίζι και μετιρίζι)
πρόχωμα, ταμπούρι, προμαχώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. <τουρκ. meteris].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετερίζι — το ιού (λ. τουρκ.), ο προμαχώνας, το οχύρωμα· χρησιμοποιείται συνήθως μτφ.: Τα μετερίζια της παράδοσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μετιρίζι — μετιρίζι, τὸ (Μ) βλ. μετερίζι …   Dictionary of Greek

  • Μαυρέλι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.130 μ., 379 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κάτω από την κορυφή των Αντιχασίων, Μετερίζι, 49 χλμ. ΒΑ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • Πάικο — Όρος (Πάικο ή Πολέτι, 1.650 μ.) της Mακεδονίας. Αποτελεί συνέχεια του Βόρα και υψώνεται στα όρια των νομών Πέλλας και Κιλκίς, κλείνοντας προς Α. την πεδιάδα της Αριδαίας. Έχει πολλά δάση κυρίως στο ανατολικό τμήμα του. Mερικές από τις κορυφές του …   Dictionary of Greek

  • meterez — METERÉZ, metereze, s.n. 1. Întăritură sau parte dintr o întăritură militară din trecut; val2. ♦ p. gener. (Rar) Întăritură la stâlpii unui pod. 2. (înv.) Parapet (la partea superioară a zidurilor şi turnurilor de apărare ale unei cetăţi); crenel …   Dicționar Român

  • προμαχώνας — ο τόπος απ όπου μάχεται κανείς, πρόχωμα, ταμπούρι, μετερίζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”